- ὅσγε
- ὅσγε, ἥγε, ὅγε, ([etym.] ὅς, γε)A who or which, with emphasis,
τό γε μάλιστα ἐν τιμῇ ἄγονται Hdt.2.83
, cf. 111, etc. ;τῇ γέ μοι φαίνεται εἶναι ἀληθές Id.7.139
.II mostly, like Lat. qui quidem or quippe qui, οἵ γε . . ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες since it was they who . . , ib.8.β' (cf.ὅς B. 1.1
);ἀνδρῶν [σὲ] πρῶτον . . κρίνοντες . . , ὅς γ' ἐξέλυσας
since it was thou who . . ,S.
OT35, cf. 342,853, OC427, etc.—Never in Hom.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.